αποκεντρώνω

αποκεντρώνω
1. απομακρύνω από το κέντρο
2. εφαρμόζω το σύστημα της αποκέντρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόκεντρος. Η λ. αποκεντρώ (-όω) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου (πρβλ. αγγλ. decentralize
γαλλ. decentraliser
γερμ. dezentralisieren)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκεντρώνω — αποκεντρώνω, αποκέντρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκεντρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, απομακρύνω από το κέντρο, δίνω σε μιαν υπηρεσία δικαιώματα σχετικής ανεξαρτησίας από το κέντρο: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποκεντρώσει τις δασικές και γεωργικές υπηρεσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • αποκεντρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αποκέντρωση, αυτός που συντελεί στην αποκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αποσυγκεντρώνω — αντί αποκεντρώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”