- αποκεντρώνω
- 1. απομακρύνω από το κέντρο2. εφαρμόζω το σύστημα της αποκέντρωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < απόκεντρος. Η λ. αποκεντρώ (-όω) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου (πρβλ. αγγλ. decentralizeγαλλ. decentraliserγερμ. dezentralisieren)].
Dictionary of Greek. 2013.